Ιστορία 1: Άγνωστοι στο σταθμό

 Μπήκαμε μαζί στο σταθμό. Εγώ προπορευόμουν κι εσύ με ακολουθούσες. Πλάι στην είσοδο είδαμε δύο αστυνομικούς δίπλα στις μηχανές τους. Έκαναν διάλειμμα.

Δε μας ένοιαζε. Είχαμε πάει για συγκεκριμένο σκοπό εκεί. Τυχαία εκείνο το πρωί αρχίσαμε να μιλάμε σε κάποιο site. Δε θυμάμαι καν αν ανταλλάξαμε φωτογραφίες, αν μπήκαμε σ’ αυτό τον ατέλειωτο χορό της ανούσιας κουβέντας, της καθυστέρησης και του ξεκαυλώματος πίσω από την οθόνη. Δε νομίζω να το κάναμε. Αν το είχαμε κάνει τότε σίγουρα δε θα βρισκόμασταν στο σταθμό.

Προχώρησα στις τουαλέτες. Σε ένιωσα πίσω μου. Ο σταθμός, εκείνη την ώρα, άδειος. Κάποιος να κάθεται πίσω από τα γραφεία στα εκδοτήρια, αδιάφορος, αμέτοχος στην καύλα μας. Μπήκα στον πρώτο θάλαμο που βρήκα μπροστά μου, σε λίγο σε είδα να χώνεσαι δίπλα μου και να κλείνεις την πόρτα.

Σε παρατήρησα. Ήσουν γεροδεμένος, είχες, νομίζω, μακριά μαλλιά. Δεν είναι του γούστου μου μα δε βαριέσαι! Εκείνη τη στιγμή άλλα με ένοιαζαν. Άρχισα να χαϊδεύω την ψωλή σου πάνω από το σορτς. Φούσκωνε.

Έκανες το ίδιο σ’ εμένα. Ήσουν νευρικός και το καταλάβαινα από τα αγγίγματά σου. Οι δύο αστυνομικοί κοντά στην πόρτα σ’ είχαν κάνει να νιώθεις άγχος. Εμένα όχι.

Έβαλες το χέρι σου μέσα από το σορτς μου, δε φορούσα εσώρουχο. Προσπέρασα με τα δάχτυλα το δικό σου, κι ύστερα γράπωσα την πούτσα σου. Ήταν ζεστή και σκληρή. Από τη σχισμή στο πουτσοκέφαλο έσταζαν ήδη μερικά χύσια. Τα πασάλειψα στο πουτσοκέφαλό σου με το δάχτυλο και προχώρησα πιο χαμηλά. Στα αρχίδια σου. Είχαν τρίχες. Μπορούσα να τα ζυγίσω καλά στο χέρι μου. Ήταν βαριά, γεμάτα, απελπισμένα να αδειάσουν.

Τώρα αναπνέαμε πιο δυνατά. Σε ένιωθα δίπλα μου να προσπαθήσεις να κρατηθείς. Κατέβασα με αποφασιστικότητα το σορτς και το εσώρουχό σου. Έκανες το ίδιο σ’ εμένα. Μείναμε όρθιοι. Ο ένας δίπλα στον άλλο, με τις ψωλές του διπλανού στο χέρι να τις τρομπάρουμε στον ίδιο ρυθμό. Ήθελα να σηκωθώ στις μύτες και να σε φιλήσω. Το έκανα. Η γλώσσα σου ήταν διστακτική στη δική μου. Η δική μου γλώσσα έγλυφε με πάθος. Ένιωθα την ανάσα σου στο πρόσωπό μου. Ήταν ζεστή και κοφτή.

Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα την πόρτα να ανοίγει. Οι αστυνομικοί θα έμπαιναν μέσα, κάποιος περαστικός που περίμενε στην αποβάθρα το τραίνο του, κάποιος άγνωστος, που έχωνε τη μύτη του σε ξένες υποθέσεις. Όποιος κι αν ήταν θα τον άρπαζα από τη ζώνη, θα τον ξάπλωνα στο πάτωμα, θα του άνοιγα το φερμουάρ και θα του έγλυφα τη χοντρή πούτσα. Μπορεί να μην ήξερα ποιος ήταν και πώς έμοιαζε, ήξερα ωστόσο ότι η ψωλή του ήταν χοντρή, είχε μια φλέβα στη μέση και το πουτσοκέφαλο ήταν χοντρό, κόκκινο.

Οι ανάσες σου γίνονταν πιο κοφτές. Καμία φορά με έβγαζες από τις φαντασιώσεις μου, κι έτσι όπως χάιδευες την πούτσα μου, ελάττωνες το ρυθμό, γύριζες προς τα πίσω και έψαχνες με άγχος τους αστυνομικούς. Φοβόσουν αυτό που με καύλωνε.

Ένιωσα την πούτσα σου να σφίγγεται. Σου ψιθύρισα να επιταχύνεις και να κουνήσεις πιο γρήγορα την παλάμη πάνω στο δικό μου καυλί. Το έκανες. Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα πολλούς άντρες, νέους, και ώριμους, με μικρές και μεγάλες πούτσες, να με χύνουν, να γλύφουν το δικό μου καυλί.

Κι έχυσα στην πραγματικότητα. Το ίδιο έκανες και εσύ. Σφίχτηκες κι άλλο κι άρχισες να αδειάζεις στη λεκάνη μπροστά μας όλα όσα κράτησαν τα αρχίδια σου. Ήθελα να σκύψω και να στα πιω, να καθαρίσω το πουτσοκεφάλο. Δεν είχαμε την άνεση του χώρου.

Μαζεύτηκες, σκουπίστηκες, έφυγες από δίπλα μου χωρίς άλλη λέξη. Δε με ένοιαζε. Είχαμε πάρει και οι δύο αυτό που θέλαμε. Οι λογαριασμοί ήταν ξεκάθαροι από την αρχή.

Στην έξοδο συνάντησα και πάλι τους αστυνομικούς που ήταν εκεί από την αρχή. Ο ένας τους με κοίταξε για μια στιγμή, ο άλλος όχι. Ευχήθηκα να τον δω να κατεβάζει το χέρι του στο παντελόνι, να τρίβει τον καβάλο. Δε το έκανε.

«Ας είναι», είπα από μέσα μου και πήρα το δρόμο για το σπίτι πιο πεινασμένος απ’ ότι ήμουν όταν ξεκίνησα.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιστορία 3: Η τυχερή μέρα του παντρεμένου

Ιστορία 2: Η πρώτη του εμπειρία. Μαζί μου.